προσπαθείᾳ — προσπαθείᾱͅ , προσπάθεια passionate attachment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπάθεια — passionate attachment fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπάθεια — η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής] νεοελλ. 1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσπάθεια — η 1. καταβολή έντονης πνευματικής και σωματικής δύναμης για κάποιο σκοπό: Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή (Καβάφης). 2. απόπειρα, δοκιμή: Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα να τον πείσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπαθείας — προσπαθείᾱς , προσπάθεια passionate attachment fem acc pl προσπαθείᾱς , προσπάθεια passionate attachment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαθειῶν — προσπάθεια passionate attachment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαθείαις — προσπάθεια passionate attachment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπάθειαι — προσπάθεια passionate attachment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπάθειαν — προσπάθεια passionate attachment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek